κεραμῖτις

κεραμῖτις
κερᾰμ-ῖτις, ιδος, ,
A of or for pottery, κ. γῆ potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κ., , a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. -την, nisi leg. -τιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραμῖτις — of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίτις — η (Α κεραμῑτις, ιδος) [κέραμος] φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα αρχ. πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου …   Dictionary of Greek

  • κεραμῖτι — κεραμῖτις of fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμῖτιν — κεραμῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμίτιδα — κεραμί̱τιδα , κεραμῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίτιδι — κεραμί̱τιδι , κεραμῖτις of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίτιδος — κεραμί̱τιδος , κεραμῖτις of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”